Δυσλεξία: Μύθος και πραγματικότητα
Η δυσλεξία είναι μια διαταραχή της αναγνωστικής ικανότητας πολύ κοινή ανάμεσα σε παιδιά, αλλά και σε ενήλικες. Δυστυχώς, ο αριθμός των συζητήσεων είναι αντιστρόφως ανάλογος της ακρίβειας και της επάρκειας της ενημέρωσης γύρω από τη δυσλεξία. Η άγνοια όμως οδηγεί σε εσφαλμένες αντιλήψεις οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν καταλυτικά τη ζωή και την ψυχολογία κάποιων ανθρώπων.
Τόσο η βιβλιογραφία, όσο και η καθημερινότητα, είναι γεμάτη με παραδείγματα παιδιών τα οποία απορρίφθηκαν από το εκπαιδευτικό σύστημα, περιθωριοποιήθηκαν με το χαρακτηρισμό του «τεμπέλη» ή του «βλάκα» και κακοποιήθηκαν ψυχολογικά μόνο και μόνο επειδή υπέφεραν από μια αδιάγνωστη δυσλεξία, ή και άλλη μαθησιακή δυσκολία. Η διάγνωση πολλές φορές δεν έχει τόση σημασία για την αποκατάσταση της δυσκοίας, όσο για την αποδοχή αυτών των παιδιών από το περιβάλλον τους, οικογενειακό και σχολικό, και την απαλλαγή τους από τις ενοχές με τις οποίες φορτώνονται μέσα από τη συνήθη πορεία της ακαδημαϊκής τους αποτυχίας.
Είναι ανάγκη η διάγνωση να μην είναι μια στεγνή γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά να συνοδεύεται από μέριμνα για επαρκή ενημέρωση και εκπαίδευση όλων των εμπλεκομένων μερών: του παιδιού, της οικογένειας, του σχολείου, του περιβάλλοντος. Μια παναμερικανική έρευνα του 2000 αποκάλυψε ότι τα δύο τρίτα σχεδόν του πληθυσμού συσχετίζουν ακόμη τις μαθησιακές δυσκολίες με τη νοητική καθυστέρηση. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερο λάθος. Μια μαθησιακή δυσκολία δεν σημαίνει ότι το άτομο δεν μπορεί να μάθει· σημαίνει απλώς ότι δεν μπορεί να μάθει με τον τρόπο που μαθαίνουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Σε αυτό το επίπεδο, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η δυσλεξία, όπως και οι άλλες μαθησιακές δυσκολίες, δεν είναι πρόβλημα των μαθητών, αλλά των σχολείων. Σε μια ιδανική κοινωνία, το σχολείο θα είχε την ευελιξία να προτείνει εναλλακτικούς τρόπους διδασκαλίας, έτσι ώστε ο κάθε μαθητής να μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο που του ταιριάζει, και η διαφορετικότητα να μην αποτελεί ανωμαλία, αλλά τον κανόνα.
Δεν είναι ασυνήθιστο ένα έξυπνο παιδί, το οποίο διαπιστώνει ότι, καταβάλλοντας την ίδια προσπάθεια με τους συμμαθητές του, έχει μηδαμινά αποτελέσματα σε σχέση με εκείνους, δεν γνωρίζει γιατί του συμβαίνει αυτό και ταυτόχρονα ακούει συνεχώς ότι είναι βλάκας, τεμπέλης, ή και τα δύο, να αποθαρρύνεται τόσο, ώστε να φτάνει σε ακραίες μορφές περιθωριοποίησης. Αλλά, εδώ είναι το σημείο όπου πρέπει να τονίσουμε ξανά την τεράστια ψυχολογική σημασία της διάγνωσης και της ενημέρωσης. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι πάνω από το 97 τοις εκατό των δυσλεξικών παιδιών τα οποία παρακολουθούν οποιοδήποτε πρόγραμμα αποκατάστασης το ολοκληρώνουν με επιτυχία. Το ποσοστό είναι τεράστιο για μη ιατρική μέθοδο, ενώ πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι μέσα σε αυτά τα παιδιά θα υπάρχουν σίγουρα και πάρα πολλά τα οποία δεν θα τα κατάφερναν αν δεν τους εξηγούσαμε ότι δεν δυσκολεύονται επειδή δεν «έχουν κάτι», αλλά επειδή έχουν κάτι διαφορετικό.
Οι δυσλεξικοί δεν σκέφτονται μόνο με λέξεις, αλλά και με εικόνες, ήχους και μυρωδιές. Γι’ αυτό τους είναι συχνά ευκολότερο να εκφραστούν με εικόνες, οι οποίες δεν μεταφράζονται μόνο σε καλλιτεχνική ικανότητα, αλλά και σε προνοητικότητα, πρωτοτυπία και εφευρετικότητα. Παραδόξως, αν και όλες αυτές είναι ικανότητες πολύτιμες για τον καλλιτεχνικό, επιχειρηματικό και επιστημονικό κόσμο, δεν εκτιμώνται καθόλου από το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το αντίθετο, μάλιστα, τείνουν να αποθαρρύνονται και, αρκετά συχνά, κατά κάποιον τρόπο να τιμωρούνται. Αυτό σημαίνει ότι, παράλληλα με την παιδαγωγική και ψυχολογική υποστήριξη των δυσλεξικών παιδιών και των γονέων τους, είναι πολύ σημαντική και η ευαισθητοποίηση και ενημέρωση του γενικού πληθυσμού, με πρώτους στόχους τους διδάσκοντες και τους υπόλοιπους εμπλεκομένους στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Οι δυσκολίες που παρουσιάζονται παρακάτω μπορεί να συσχετίζονται με την ύπαρξη δυσλεξίας στην περίπτωση που θεωρούνται ασύμβατες με την ηλικία, την εκπαίδευση και τη νοημοσύνη του ατόμου. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν διαγνωστικά κριτήρια. Διάγνωση δυσλεξίας μπορούν να κάνουν μόνον οι κατάλληλα εκπαιδευμένοι και πιστοποιημένοι επαγγελματίες, ψυχολόγοι και ειδικοί παιδαγωγοί.
Ένα άτομο μπορεί να υποφέρει από δυσλεξία αν:
Σε οποιαδήποτε ηλικία:
- Παρουσιάζει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην επίδοσή του σε διαφορετικούς γνωστικούς τομείς
- Έχει συγγενείς με παρόμοιες δυσκολίες
- Δυσκολεύεται να ακολουθήσει μια αλληλουχία οδηγιών
Στην παιδική του ηλικία:
- Δυσκολεύεται να μάθει να διαβάζει
- Δυσκολεύεται να γράψει ορθογραφημένα
- Κάνει αντιστροφές αριθμών ή γραμμάτων, γράφει ή και διαβάζει π.χ. 15 αντί για 51, 6 αντί για 9, 3 αντί για ε, «να» αντί για «αν»
- Διαβάζει ή γράφει μία λέξη σωστά και λίγο παρακάτω διαβάζει ή γράφει την ίδια λέξη λανθασμένα
- Δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί στην ανάγνωση ή το γράψιμο
- Δυσκολεύεται να κατανοήσει τις χρονικές έννοιες
- Μπερδεύει το «αριστερά» με το «δεξιά»
- Απαντά σε ερωτήσεις προφορικά, αλλά δυσκολεύεται να γράψει την απάντηση
- Είναι ιδιαίτερα αδέξιο
- Δυσκολεύεται να κατανοήσει το μηχανισμό της ομοιοκαταληξίας
Στην εφηβική ηλικία και ως ενήλικος:
- Κάνει πολλά λάθη όταν διαβάζει
- Κάνει πολλά ορθογραφικά λάθη
- Δυσκολεύεται να κρατήσει σημειώσεις
- Δυσκολεύεται να οργανώσει και να συντάξει δοκίμια, επιστολές ή αναφορές
Αναστασία Μάντεση Σχολική Ψυχολόγος
Επιστημονικός Συνεργάτης της Άνοιξης
Απόσπασμα από το άρθρο της
«Το χάρισμα της Δυσλεξίας» στο Περισκόπιο της Επιστήμης